- Μούσαρχος
- Μούσαρχος, δωρ. τ. Μώσαρχος, ὁ (Α)(για τον Απόλλωνα) ο αρχηγός τών Μουσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα (Ι) + -αρχος* (< ἄρχω)]
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
Μουσάρχωι — Μουσάρχῳ , Μούσαρχος leader of the Muses masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)